..... δεν είν' κακό σκορ, αν και για 4 χρόνια ούτε και γιά καλό δεν το λες!
Λοιπόν τα τικαρισμένα με ✔️ τα..... κατέω μια χαρά 😉😂
Μετράμε......
✔️Μαλάκα: Ξεκινάμε από τα ωραία. Μαλάκα. Τυρί. Πάρε ένα μαλάκα! Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Και χωρίς ενδοιασμούς. Μαλάκα!
(Πάντως 4 χρόνια στη Νήσο δεν το άκουσα ειδικά στα μαγαζιά τροφίμων το αποφεύγουν)
Ντουκιάνι: Το καφενείο, το μαγαζί.
✔️Οντάς: Το πατάρι που είχαν τα παλιά σπίτια στην Κρήτη. Συνήθως χρησιμοποιείται για δωμάτιο και είναι ακάλυπτο. Δηλαδή φαίνεσαι! Δηλαδή, αν φιλοξενηθείς ποτέ σε οντά, φόρα το καλό σου σώβρακο.
✔️Οφτό: Το οφτό είναι το αντικριστό. Τίποτε άλλο! Τα τελευταία χρόνια το οφτό γενικεύτηκε στο ψητό του φούρνου. Αν θες οφτό, θες αντικριστό. Αν θες ψητό του φούρνου, να φας οφτό. Καλύτερο είναι!
Παπούρι: ΠΟΥ. Να προσέχουμε. Το ίσωμα στην κορφή λόφου ή βουνού.
Ντέμπλα: Η βέργα που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα της ελιάς. Δεν μας απασχολεί, τα έχουμε γράψει σε προηγούμενο κείμενο.
Βεντέμα: Η καλή παραγωγή σε αγροτική καλλιέργεια. Είθισται να χρησιμοποιείται για το ράβδισμα των ελιών. Μακριά από εμάς.
Καπρικό: Χοιρινό στο φούρνο με την πέτσα. Πωλείται της Αγίας Μαρίνας στο πανηγύρι της Βόνης. Να πάτε. Λουκούμι!
Εργάω: Κρυώνω.
✔️Καψώνομαι: Ζεσταίνομαι.
Ανερούβαλος: Ο άχαρος, ο αδέξιος.
Παράωρος: Ο τρελός, ο προβληματικός.
✔️Απόπατος: Εσείς τι λέτε να είναι; Από-πατος. Δεν πάει το μυαλό σας κάπου; Ναι, η τουαλέτα. Ο καμπινές, ρε φίλε!
(Ε δε το λες κι άγνωστη λέξη τούτο δω 😉)
Μανουάλι: Ο πονηρός.
(κάτι με την εκκλησία ήξερα πως είχε να κάνει αυτό 🤔)
✔️Βαρεμένη: Έγκυος (μη με ρωτάς γιατί).
(σιγά ρε φίλε, πανεύκολη η ερμηνεία: μιά γυναίκα πού είναι έγκυος, βαραίνει!)
✔️Μανίζω: Θυμώνω/τσαντίζομαι.
(Μάνιτα=θυμός)
Γίβεντο: Το ρεζιλίκι.
✔️Ακούω: Εδώ για τους Κρητικούς έχει διπλή έννοια. Πέραν της γνωστής, το ακούω έχει να κάνει και με την όσφρηση! “Ακους τη μυρωδιά του ψητού;”. Φανταστείτε την έκφραση του προσώπου μου όταν ειπώθηκε μπροστά μου κάτι τέτοιο. Ή “άκουσες τον σεισμό;”.
✔️Ψήνω: Μαγειρεύω. Θα αναρωτηθείτε γιατί το έβαλα. Γιατί στην Κρήτη ψήνουν τις φακές! Δηλαδή τις μαγειρεύουν, αλλά το λένε ψήνουν. Δηλαδή εγώ τώρα, ας πούμε, που δεν τρώω τις φακές, άκουσα το ‘ψήνω’ και αναθάρρησα. Όταν ήρθε το πιάτό μπροστά μου έκλαψα…
✔️Μουντάρω: Επιτίθεμαι. Θα σου μουντάρω, δηλαδή.
(Μιά χαρά μουντάρουμε κι οι Αθηναίοι 😋😉)
Ξα σου: Δικαίωμα σου, έννοια σου, δικός σου λογαριασμός, κάνε ό,τι θες, δεν με ενδιαφέρει. Έχω πονοκέφαλο, δεν είμαι στα καλά μου, μου ήρθε περίοδος. Ξα σου! (Σε αυτή την περίπτωση απομακρύνσου μη σου μουντάρει)
✔️Kατέω: Ξέρω.
(Κατέο το, 😉)
Πούλος: Η μούντζα. Πάρε ένα πούλο!
(καλά τώρα, αυτό το λέμε και στην Αθήνα, αλλά κάπως.... αλλιώς το εννοούμε 😋)
Γρόθος: Ο μ@λάκας. Ακολουθεί του πούλου. Πάρε ένα πούλο, ρε γρόθε. Να το έχετε στα υπόψιν αν οδηγήσετε στην Κρήτη.
✔️Εδά: Τώρα.
✔️Κοπέλι: Το αγόρι, το μικρό παιδί.
✔️Κουζουλάδα: Η τρέλα. Κουζουλός, ο τρελός.
Ψακώνω: Φαρμακώνω.
✔️Σύντεκνος: Το σωστό είναι ο κουμπάρος, αυτός που έχει βαφτίσει παιδί.
✔️Ξενομπάτης: Ο ξένος, ο περαστικός.
✔️Ολιά: Λίγο. Παράδειγμα: Βάλε μια ολιά ρακί (ποτέ, όμως, ρε φίλε να σου βάλουν λίγη!)
(Αυτό κι αν το ξέρω, αφού έτσι λέμε την μικρή μας, που 'ναι όντως μιαολιά. Θα σας πω άλλη φορά τα καμώματα της)
✔️Πράμα: τίποτα. π.χ.
Δεν κατέω πράμα.
Ερ. - Τι κάνεις; Απ. - Πράαααμα!
Βασισμένο στην Πηγή: oneman.gr